Κλειώ

Κλειώ
I
Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μία από τις εννέα Μούσες, θεά του άσματος (Πίνδαρος, Βακχυλίδης) ή θεά των πηγών (Σιμωνίδης). Θεωρείται εφευρέτρια της κιθάρας, αλλά υπάρχει επίγραμμα που την αποκαλεί θεά της μαντείας. Επίσης, ήταν η μούσα που προστάτευε την ιστορία και τους ιστορικούς. Γι’ αυτό οι μεταγενέστεροι έδωσαν το όνομά της στο πρώτο βιβλίο της Ιστορίας του Ηροδότου. Επειδή αναφέρθηκε με ασέβεια στους έρωτες της Αφροδίτης και του Άδωνη, η θεά θύμωσε και την έκανε να ερωτευθεί τον Πίερο, βασιλιά της Πιερίας, από τον οποίο απέκτησε τον Υάκινθο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, παιδιά της ήταν επίσης ο Ορφέας, ο Λίνος, ο Υμέναιος και ο Ρήσος, βασιλιάς των Θρακών. Εικονιζόταν ως όμορφη δαφνοστεφανωμένη γυναίκα, με σάλπιγγα στο δεξί χέρι και βιβλίο ή χάρτινο κύλινδρο στο αριστερό. Στον κρατήρα του Φρανσουά βρίσκεται η αρχαιότερη παράστασή της (7ος αι. π.Χ., αρχαιολογικό μουσείο Φλωρεντίας). Έμβλημά της ήταν και η κλεψύδρα, που συμβόλιζε την ικανότητά της να συγκρατεί και να σώζει από τη λήθη τις μεγάλες ιστορικές στιγμές.
Η Κλειώ ήταν η θεά του άσματος και η μούσα που προστάτευε την ιστορία? στη φωτογραφία, ψηφιδωτά πλακίδια με τις παραστάσεις των Μουσών: διατηρούνται τα ονόματα Κλειώ και Πολύμνια (Εθνικό Ρωμαϊκό Μουσείο, Ρώμη).
II
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 551 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 43 χλμ. ΒΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μανταμάδου του νομού Λέσβου.
* * *
η (Α Κλειώ, και στον Πίνδ. Κλεώ)
(στον Ησίοδ., Πίνδ. κ.α.) μία από τις Μούσες
στους μτγν. κυρίως η Μούσα τής επικής ποιήσεως και ιστορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείω (ΙΙ) «εγκωμιάζω, λαμπρύνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κλειώ — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλείω — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μία από τις εννέα Μούσες, θεά του άσματος (Πίνδαρος, Βακχυλίδης) ή θεά των πηγών (Σιμωνίδης). Θεωρείται εφευρέτρια της κιθάρας, αλλά υπάρχει επίγραμμα που την αποκαλεί θεά της μαντείας. Επίσης, ήταν η μούσα που… …   Dictionary of Greek

  • κλείω — κλέω tell of pres subj act 1st sg κλέω tell of pres ind act 1st sg κλείω 1 shut pres subj act 1st sg κλείω 1 shut pres ind act 1st sg κλείω 2 celebrate pres subj act 1st sg κλείω 2 celebrate pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκληιμένα — κλείω 1 shut perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic) κεκληιμένᾱ , κλείω 1 shut perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic) κεκληιμένᾱ , κλείω 1 shut perf part mp fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κεκληῑμένα , κλείω 1 shut perf part mp neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκλῃμένα — κλείω 1 shut perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic) κεκλῃμένᾱ , κλείω 1 shut perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic) κεκλῃμένᾱ , κλείω 1 shut perf part mp fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κεκληῑμένα , κλείω 1 shut perf part mp neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκληιμένον — κλείω 1 shut perf part mp masc acc sg (attic) κλείω 1 shut perf part mp neut nom/voc/acc sg (attic) κεκληῑμένον , κλείω 1 shut perf part mp masc acc sg (epic ionic) κεκληῑμένον , κλείω 1 shut perf part mp neut nom/voc/acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκλῃμέναι — κλείω 1 shut perf part mp fem nom/voc pl (attic) κεκλῃμένᾱͅ , κλείω 1 shut perf part mp fem dat sg (attic doric aeolic) κεκληῑμέναι , κλείω 1 shut perf part mp fem nom/voc pl (epic ionic) κεκληῑμένᾱͅ , κλείω 1 shut perf part mp fem dat sg (epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκλῃμένον — κλείω 1 shut perf part mp masc acc sg (attic) κλείω 1 shut perf part mp neut nom/voc/acc sg (attic) κεκληῑμένον , κλείω 1 shut perf part mp masc acc sg (epic ionic) κεκληῑμένον , κλείω 1 shut perf part mp neut nom/voc/acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκλῃμένων — κλείω 1 shut perf part mp fem gen pl (attic) κλείω 1 shut perf part mp masc/neut gen pl (attic) κεκληῑμένων , κλείω 1 shut perf part mp fem gen pl (epic ionic) κεκληῑμένων , κλείω 1 shut perf part mp masc/neut gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληίσω — κλείω 1 shut aor subj act 1st sg (attic) κλείω 1 shut fut ind act 1st sg (attic) κληί̱σω , κλείω 1 shut aor subj act 1st sg (epic ionic) κληί̱σω , κλείω 1 shut aor ind mid 2nd sg (epic ionic) κλῄζω 1 make famous aor subj act 1st sg κλῄζω 1 make… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”